- τσάμι
- το, Ν(διαλ. τ.) πεύκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cam].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσάμι — το (λ. τουρκ.) 1. το πεύκο. 2. ξύλο από πεύκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)